top of page

Κρατος, κερδος, ιεραρχιες και στον αντιποδα, ο κοινωνικος τομεας της οικονομιας

Η συμμετοχή στην ανάπτυξη των οργανώσεων του κοινωνικού τομέα της οικονομίας είναι ζήτημα βαθύτατα πολιτικό αλλά και ζήτημα κουλτούρας. Όταν τα πολιτικά σχήματα και η κοινωνική οργάνωση βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένα στα ιεραρχικά μοντέλα διοίκησης του 19ου αιώνα και σχεδόν τα πάντα που έχουν σχέση με την λήψη των αποφάσεων έχουν ανατεθεί σε γραφειοκρατικές δομές, είναι τουλάχιστον αφελές κανείς να πιστέψει ότι με αυτό τον τρόπο θα εμπνευστούν τα κινήματα για να παρέμβουν στην οικονομία με πρωτοβουλίες που θα αξιοποιούν τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας για να καλυφθούν οι ανάγκες των πολλών.

Απέναντι στις θολές διορθωτικές προτάσεις στο «σύστημα» ή την ασαφή πράσινη ανάπτυξη, στον προβληματισμό και την δράση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα πρέπει να εμπεριέχονται λύσεις για το σήμερα, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές αλλαγές που χτυπάνε τις αιτίες της κρίσης και αποδυναμώνουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Δεν παραπέμπουμε τα πάντα σ΄ένα απροσδιόριστο «σοσιαλιστικό» μέλλον, μιας και ο κρατισμός, η κρατικοποίηση, η εθνικοποίηση των πάντων είναι στον αντίποδα της λογικής μας, που δομείται από την δυναμική συνύπαρξη, φυσικά σε συνθήκες ανταγωνισμού, τριών τομέων της οικονομίας.

• Δημόσιος τομέας, σύγχρονος και αποτελεσματικός.

• Ιδιωτικός τομέας, με κανόνες και ρυθμίσεις.

• Κοινωνικός τομέας, με λογική υπέρβασης του κέρδους ως καθοριστικού κριτηρίου.

Δεν πρόκειται για μια ξεπερασμένη στις σημερινές συνθήκες σοσιαλδημοκρατική «μεικτή οικονομία», αλλά για μια νέα οικονομική πολιτική των αναγκών και των συλλογικών αγαθών, αντι-νεοφιλελεύθερη και αντι-κρατικίστικη. Βασικό ρόλο στην διαμόρφωσή του θα παίξει η ανάπτυξη του λεγόμενου Κοινωνικού τομέα της οικονομίας

Η κοινωνική οικονομία βασίζεται, επιγραμματικά, στις ακόλουθες αρχές:

1.Ο άνθρωπος προηγείται του κεφαλαίου. Το κέρδος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου.

2.Τα σχήματά της (οργανισμοί, επιχειρήσεις, ταμεία, παραγωγικές ενώσεις, αγροτικοί συνεταιρισμοί) αντιπροσωπεύουν μια νέα λογική επιχειρηματικότητας, κοινωνικά προσανατολισμένης. Ο κοινοτικός χαρακτήρας των επιχειρήσεων είναι το διακριτό τους στοιχείο και η ισχυρή βάση ανάπτυξής τους.

3.Η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών εντός των επιχειρηματικών σχημάτων και η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας σ’ ένα ευρύ αναπτυσσόμενο δίκτυο είναι η κινητήρια δύναμη.

4. Οι αποφάσεις στα πλαίσια των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας λαμβάνονται με βάση την δημοκρατική αρχή: «ένα άτομο – μία ψήφος», κι όχι με μερίδια. Η εσωτερική λειτουργία τους στηρίζεται στη συμμετοχική δημοκρατία. Στοιχεία, που υποδηλώνουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και οι συμμετέχοντες ισοδύναμοι, χωρίς διαφορές και διακρίσεις.

Οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας ανταποκρίνονται σε ανάγκες τοπικού ή και υπερ-τοπικού χαρακτήρα ή κοινωνικές ανάγκες τμημάτων του πληθυσμού, βασίζονται περισσότερο στη συνεργασία, την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω διασυνδέσεων, την εθελοντική απασχόληση, την ευκινησία μέσα στην κοινωνία, συγκροτούν νέες σχέσεις στην αγορά και νέες μεθόδους επιχειρηματικής οργάνωσης. Σε πολλές περιπτώσεις, η κοινωνική οικονομία αναγνωρίζει λανθάνουσες ανάγκες, τις μετατρέπει σε ζήτηση και δημιουργεί προϊόντα και υπηρεσίες που δεν παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα και δεν καλύπτονται από το δημόσιο.

Υπάρχει μια δημιουργική παράδοση και οι καλές πρακτικές άλλων χωρών – αλλά και η διάσπαρτη, θετική αλλά και αρνητική ελληνική εμπειρία – μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα για την ανάπτυξη ανάλογων πρωτοβουλιών με σχέδιο και έμπνευση.

Στην Ισπανία, στο τομέα της κοινωνικής οικονομίας συναντούμε ισχυρούς και δικτυωμένους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά και κοινοπρακτικά σχήματα ατόμων με αναπηρία. Στις χώρες της Σκανδιναβίας, οι συνεταιρισμοί κοινωνικών σκοπών και ανθρωπιστικής αποστολής αποτελούν τμήμα του “κοινωνικού κράτους” με την ευρεία του έννοια. Στη Γαλλία, τα αυτοδιοίκουμενα και αυτοδιαχειριζόμενα ταμεία αλληλεγγύης σε μεγάλους κλάδους εργαζομένων. Στην Ιταλία, συμπράξεις νέων και συνεταιρισμοί άλλων κοινωνικών κατηγοριών αλλά και τραπεζικά εναλλακτικά ιδρύματα που στηρίζουν όλο τον τομέα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι συνολικά στην Ε.Ε., η κοινωνική οικονομία συγκεντρώνει το 10% της απασχόλησης, όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 2%! Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ολλανδία το 13% της συνολικής επί πληρωμή απασχόλησης αντιστοιχεί στον “τρίτο τομέα”, στην Ιρλανδία το 11,5%, στη Γαλλία και Γερμανία το 5%, στη Μ. Βρετανία το 4,5%.

Οι μορφές οργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να είναι ποικίλες. Στους νέους επιστήμονες: πρωτοποριακά συνεταιρικά σχήματα παραγωγής ή προσφοράς υπηρεσιών σε αντικείμενα των εξειδικεύσεων τους και μελλοντικών απαιτήσεων (γεωπόνοι, κτηνίατροι, αρχιτέκτονες, κοινωνικοί λειτουργοί, περιβαλλοντολόγοι, νοσοκόμες κλπ). Στις γυναίκες: συνεταιρισμοί, ιδιαίτερα σε ορεινές ή /και φθίνουσες περιοχές σε είδη παραδοσιακών τεχνοτροπιών, ή ποιοτικών βιολογικών καλλιεργειών, ή διαχείριση πολιτισμικών αποθεμάτων. Στους αγρότες, και ιδιαίτερα στους νέους: νέες μορφές καθετοποιημένων συνεταιριστικών μονάδων στους τομείς των βιολογικών προϊόντων και νέων δυναμικών προϊόντων, των φαρμακευτικών και καλλυντικών φυτών, του ολοκληρωμένου (ορεινού και συνδυαστικού) αγρό – οικοτουρισμού. Στα άτομα με αναπηρία ή άλλες ευπαθείς ομάδες (αποφυλακισμένοι κλπ): σύσταση εταιριών κοινωνικού σκοπού και αλληλοστήριξης. Στους μικρομεσαίους επαγγελματίες: συγκρότηση συνεταιρισμών προμήθειας, κοινοπραξιών διάθεσης και ανάπτυξη δικτύων προώθησης.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας δεν συναντώνται ιδιαίτερα αναπτυγμένες και οι όποιες προσπάθειες γίνονται τα τελευταία χρόνια από διάφορους φορείς προσκρούουν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη ενός κατάλληλου και ευέλικτου πλαισίου για τη θεσμική, διοικητική και χρηματοδοτική στήριξη των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται στον τομέα αυτόν.

Πράγματι, τόσο η έννοια όσο και οι δραστηριότητες του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες στην Ελλάδα. Ακόμη και η ιδέα ότι οι διάφορες πρωτοβουλίες «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα συνιστούν ένα «διακριτό τομέα», δεν συναντιέται συχνά στην ελληνική σκέψη. Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της εξακολουθεί να εντάσσει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες σε μια «φιλανθρωπικού χαρακτήρα» προσέγγιση. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι ο τομέας αυτός δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία.

Έτσι, οι όποιες προσπάθειες γίνονται τα τελευταία χρόνια για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων με παραγωγικό χαρακτήρα και επιχειρηματικό προσανατολισμό, που στοχεύουν στην επαγγελματική ένταξη ατόμων, που ανήκουν σε διάφορες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού είναι αποσπασματικές, ενώ έχουν συνήθως άτυπο ή/και παράτυπο χαρακτήρα (αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, ενώσεις, κλπ.) λόγω της ανυπαρξίας ενός σαφούς και κανονιστικού πλαισίου για την οργάνωση και λειτουργία τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές τέτοιες προσπάθειες να ακυρώνονται στην πράξη, ή να οδηγούνται σε αδράνεια ή/και σε «παραίτηση». Και αυτό γιατί το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν ευνοεί την ίδρυση νέων οργανωτικών μορφών όπως οι «Κοινωνικές Επιχειρήσεις», «Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί» κ.α.

Γενικότερα, οι δραστηριότητες της Κοινωνικής Οικονομίας στη χώρα μας εμφανίζουν πληθώρα αδυναμιών που συνδέονται με την απουσία μιας ισχυρής παράδοσης σ’ αυτό τον τομέα. Οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται εμφανίζουν τα συμπτώματα της νηπιακής κατάστασης του κλάδου: επαναλαμβανόμενα λάθη, σπατάλη δυνάμεων, απουσία διάρκειας και μη κεφαλαιοποίηση της εμπειρίας.

Πιο συγκεκριμένα, οι όποιες προσπάθειες και πρωτοβουλίες στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν ιεραρχικά τα εξής προβλήματα:

• Έλλειψη θεσμικού πλαισίου για τον τομέα στο σύνολό του και πολύ περισσότερο έλλειψη ευνοϊκού υποστηρικτικού πλαισίου. Το πρόβλημα αυτό δημιουργεί αρνητικό περιβάλλον για την ανάπτυξη οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας από μη κερδοσκοπικούς φορείς, ενώ δεν επιτρέπει την οργάνωση και ανάπτυξη νέων μορφών και σχημάτων της κοινωνικής επιχειρηματικότητας όπως είναι η «Κοινωνική Επιχείρηση», ο «Κοινωνικός Συνεταιρισμός», κ.α. , σχήματα τα οποία λειτουργούν ήδη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης του ν.2716/99, ο οποίος προβλέπει μια σειρά υποστηρικτικών ρυθμίσεων όπως: αφορολόγητο, δυνατότητα παραχώρησης προς χρήση κινητής και ακίνητης περιουσίας από Ν.Π.Δ.Δ., προνομιακό καθεστώς συμβάσεων, προνομιακό καθεστώς απασχόλησης των ευπαθών ομάδων. Συνεπακόλουθα αυτής της έλλειψης γενικού θεσμικού πλαισίου είναι η έλλειψη πηγών χρηματοδότησης και χρηματοδοτικής ενίσχυσης, επίσημων συνεργασιών με το κράτος καθώς και δημόσιας αναγνώρισης.

• Η ανάγκη υποστήριξης και συμβουλευτικής στην καθημερινή λειτουργία των φορέων της Κοινωνικής Οικονομίας αποτελεί ένα από τα πιο κομβικά ζητήματα για την ενίσχυση και την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα καθώς και τη βασική προϋπόθεση για την αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων φορέων και την πιο οργανωμένη και αποτελεσματική λειτουργία τους. Κάποιες πρώτες προσπάθειες δημιουργίας και λειτουργίας δομών υποστήριξης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Α΄ κύκλου της Κ. Π. EQUAL, κατέδειξαν ήδη την αναγκαιότητα και χρησιμότητα μιας κεντρικής δομής υποστήριξης των φορέων της κοινωνικής οικονομίας.

• Στο σύγχρονο πλαίσιο λειτουργίας και ανάπτυξης της αγοράς αλλά και γενικότερα, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας είναι το πρόβλημα της δικτύωσης και της ανάπτυξης συμμαχιών τόσο στο εσωτερικό του τομέα όσο και ευρύτερα. Η δικτύωση των φορέων είναι ιδιαίτερα απαραίτητη τόσο για θέματα διεκδίκησης και προβολής όσο και για την ανάπτυξη κοινών επιχειρηματικών δράσεων και πρωτοβουλιών. Η δικτύωση είναι πάρα πολύ περιορισμένη τόσο σε τοπικό όσο και εθνικό επίπεδο.

• Η σύγχρονη οικονομική συγκυρία απαιτεί, για την ανάληψη της οποιασδήποτε επιχειρηματικής δράσης, κάποιο είδος ενίσχυσης είτε μέσω κρατικών είτε μέσω χρηματοπιστωτικών φορέων. Ωστόσο, στη περίπτωση της Κοινωνικής Οικονομίας, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, κανένας από τους παραπάνω φορείς δεν έχει προβλέψει την οποιαδήποτε ενίσχυση. Διαπιστώνεται, δηλαδή, η έλλειψη μηχανισμών χρηματοδοτικής ενίσχυσης τόσο από το κράτος μέσω επίσημων προγραμμάτων με τελικούς αποδέκτες τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας, όσο και από τους χρηματοπιστωτικούς φορείς, μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων και θεσμών. Μελετώντας κανείς την λειτουργία της αγοράς στη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνει ότι για όλες τις μορφές τυπικής επιχειρηματικής δράσης το κράτος έχει αναπτύξει τα αντίστοιχα εργαλεία χρηματοδοτικής υποστήριξης (Αναπτυξιακοί νόμοι για τις μεγάλες επιχειρήσεις, Ταμείο εγγυοδοσίας μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, προγράμματα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας των ΜΜΕ κ.α.) και αντίστοιχα χρηματοδοτικά εργαλεία όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.

• Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας είναι η έλλειψη εξειδικευμένων και έμπειρων στελεχών. Όσο και να ακούγεται αντιφατικό αυτό στην σημερινή αγορά εργασίας με την υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού, ο τομέας της Κοινωνικής Οικονομίας αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα στην κάλυψη των αναγκών του για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Θέσεις όπως υπεύθυνου κοινωνικού μάνατζμεντ, έμπειρων στελεχών διοίκησης παρόμοιων φορέων καθώς και απλών στελεχών στα νέα επαγγελματικά αντικείμενα που δημιουργεί η ανάπτυξη δραστηριοτήτων της κοινωνικής οικονομίας, αναδεικνύουν την ανάγκη για εξειδικευμένα αλλά συνάμα και πιστοποιημένα στελέχη.

• Τα αρνητικά στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί στη χώρα μας στο παρελθόν από ανοργάνωτη και αναποτελεσματική ανάπτυξη κάποιων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο χώρο της Κοινωνικής Οικονομίας, αλλά και από την κακοδιαχείριση των διάφορων μορφών συνεταιριστικών δραστηριοτήτων (κυρίως στον χώρο των αγροτικών συνεταιρισμών), έχουν δημιουργήσει ένα αρνητικό κλίμα και ένα αναποτελεσματικό προφίλ για τους φορείς του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας.

Πέραν τούτου, ο τομέας αυτός προσλαμβάνεται από την κοινωνία εν γένει ως ο «μη κερδοσκοπικός τομέας» και οι φορείς του ταυτίζονται συνήθως με την «φιλανθρωπική δράση» και την «ευεργεσία» ή ακόμα και με τις πολυπληθείς Μη Κυβερνητικές (ή μη κερδοσκοπικές) Οργανώσεις, που με μηδενικούς ισολογισμούς καταφέρνουν να κερδοσκοπούν για τους ιδρυτές τους. Και βέβαια τα στερεότυπα αυτά, αρνητικά ή λανθάνοντα, εμποδίζουν πολλές φορές την σωστή προβολή του τομέα αλλά και την ανάπτυξη συνεργασιών με οικονομικό αντικείμενο μεταξύ φορέων της κοινωνικής οικονομίας και φορέων του ιδιωτικού τομέα. Η καταπολέμηση αυτών των αρνητικών στερεοτύπων, δυστυχώς λόγω της έλλειψης δικτύωσης αλλά και ενός Φορέα Υποστήριξης και Προώθησης του τομέα, δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα στη χώρα μας, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Που βρίσκεται, κατά την γνώμη μου, η διαφορετικότητα της θέσης της Αντισυστημικής Αριστεράς αναφορικά με τις προγραμματικές διακηρύξεις των αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, Ο-Π) αλλά και των διατυπωμένων θέσεων στο Πρόγραμμα του ΣΥΝ:

• Ο κοινωνικός τομέας της Οικονομίας δεν πρέπει να νοείται συμπληρωματικός του δημόσιου/κρατικού και του ιδιωτικού, αλλά το ανάποδο, με την έννοια της στόχευσης η απασχόληση σε αυτόν να βρεθεί πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού. Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός της δράσης του πρέπει να στοχεύει για να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερες δραστηριότητες που σήμερα καλύπτει ο κρατικός ή και ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας ή δεν υπάρχουν καθόλου.

• Η δράση του κοινωνικού τομέα πρέπει να στηριχθεί από Εναλλακτική Τράπεζα, που και αυτή θα λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της Κοινωνικής Οικονομίας. Μια Εναλλακτική Τράπεζα προσδιορίζεται κυρίως από την αρχή του ελάχιστου κέρδους, της επιλογής του καταθέτη σε ποιόν τομέα της οικονομίας επιθυμεί να επενδυθεί το κεφάλαιό του (ρυθμίζοντας έτσι τους όρους προσφοράς χρήματος) αλλά και της χρηματοδότησης δραστηριοτήτων με αυστηρά κριτήρια προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος .

  • Τα κινήματα, όπως τα κινήματα πόλεων, το αγροτο-συναιτεριστικό κίνημα και το συνδικαλιστικό κίνημα, πρέπει να ιδρύουν και να χρησιμοποιήσουν τις δομές του κοινωνικού τομέα της οικονομίας για την επίτευξη και εδρέωση των σκοπών τους

  • Η συμμετοχή στην ανάπτυξη των οργανώσεων του κοινωνικού τομέα είναι ζήτημα βαθύτατα πολιτικό αλλά και ζήτημα κουλτούρας. Όταν τα πολιτικά σχήματα και η κοινωνική οργάνωση βρίσκονται σήμερα εγκλωβισμένα στα ιεραρχικά μοντέλα διοίκησης του 19ου αιώνα και σχεδόν τα πάντα που έχουν σχέση με την λήψη των αποφάσεων έχουν ανατεθεί σε γραφειοκρατικές δομές, είναι τουλάχιστον αφελές κανείς να πιστέψει ότι με αυτό τον τρόπο θα εμπνευστούν τα κινήματα για να παρέμβουν στην οικονομία με πρωτοβουλίες που θα αξιοποιούν τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας.

(Αναδημοσίευση από το Παλιό Φάληρο Αριστερά)

Σας προτείνω
Πρόσφατες αναρτήσεις
Αναρτήσεις ανά κατηγορία
Αρχείο αναρτήσεων
bottom of page